- Δάμασ'
- Δάμασα , Δάμασονneut nom/voc/acc plΔάμασε , Δάμασοςmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δάμασ' — δάμασι , δάμασις taming fem voc sg δάμᾱσαι , δαμάω aor imperat mid 2nd sg (doric aeolic) δάμασαι , δαμάζω overpower aor imperat mid 2nd sg δάμασα , δαμάζω overpower aor ind act 1st sg (homeric ionic) δάμασε , δαμάζω overpower aor ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππαστί — (Α ἱππαστί) επίρρ. με τον τρόπο που κάθεται κάποιος στον ίππο, καβάλα, καβαλικευτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππασ τού ρ. ἱππάζομαι «οδηγώ τον ίππο» + επιρρ. κατάλ. τί. (πρβλ. α γελασ τί < θ. γελάσ τού γελώ, α δαμασ τί < θ. δαμασ τού δάμνῃμι… … Dictionary of Greek
εψάνδρα — ἑψάνδρα, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) (ως επίθ. τής Μήδειας) αυτή που βράζει τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕψω «βράζω» + ανδρα (< ανήρ, ανδρός), πρβλ. δαμασ άνδρα, καλεσ άνδρα] … Dictionary of Greek
κρατήσιππος — κρατήσιππος, ον (Α) αυτός που νικά σε ιπποδρομία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < κράτησι (< κρατῶ) + ίππος (< ἵππος), πρβλ. δαμάσ ιππος, ζεύξ ιππος] … Dictionary of Greek